ἰδίωτις

ἰδίωτις
ἰδῐωτ-ις, ιδος (nom. pl.
A

-ώτιες IG 5(1).1390.17

(Andania, i B.C.)), , fem. of ἰδιώτης, J.AJ8.11.1; opp. φιλόσοφος, Muson.Fr.3p.11H.; ἰδιώτιες, opp. ἱεραί, IGl.c.; ἰ. πόλις, opp. ἡγεμονίς, App.BC4.16,95.
II unskilled, uninstructed, Luc. Im.13, Alciphro 2.4; ἰ. ἀκοαί unlearned ears, Dam.Pr.5.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ιδιώτις — η (ΑΜ ἰδιῶτις) βλ. ιδιώτης …   Dictionary of Greek

  • ἰδιώτιδα — ἰδίωτις unskilled fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιώτιδας — ἰδίωτις unskilled fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιώτιδες — ἰδίωτις unskilled fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιώτιδι — ἰδίωτις unskilled fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιώτιδος — ἰδίωτις unskilled fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιώτισιν — ἰδίωτις unskilled fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδιώτης — ο, θηλ. ιδιώτις (ΑΜ ἰδιώτης, θηλ. ἰδιῶτις) 1. ο απλός πολίτης σε αντιδιαστολή με τους στρατιωτικούς ή με τα όργανα τής τάξης ή άλλους κρατικούς λειτουργούς (α. «ο αστυνομικός συνεπλάκη με δύο ιδιώτες» β. «ξυμφέροντα πόλεσι καί ἰδιώταις», Θουκ.) 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”